4 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ?? Ο ΓΝΩΣΤΟΣ ΝΟΣΤΡΑΔΑΜΟΣ Η Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΠΟΥ 2 ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΚΑΘΙΕΡΩΣΑΝ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ ΥΜΝΟ?

Στίχοι, Διονύσιος Σολωμός ... Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν 
Είναι ο μεγαλύτερος εθνικός ύμνος στον κόσμο σε μέγεθος, αποτελούμενος από 158 στροφές ή 632 στίχους.
Ο εθνικός μας ύμνος αποτελεί τμήμα του ποιήματος που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός στη Ζάκυνθο το 1823 με τίτλο Ύμνος εις την Ελευθερίαν και μελοποίησε ο Νικόλαος Μάντζαρος.
Ολόκληρο το ποίημα του Σολωμού αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές (ή 632 στίχους). Όμως από αυτές μόνο οι πρώτες 24 καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος της χώρας μας το 1865. Τελικά επικράτησαν οι πρώτες δύο και είναι αυτές που ανακρούονται και συνοδεύουν την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές
Διαβασαμε ΟΛΟ τον Υμνο του Εθνικου μας ποιητη και διαπιστωσαμε οτι καποιοι στιχοι του εχουν σχεση με την ελληνικη μας ιστορια μεχρι σημερα τους οποιους παραθετουμε ως ακολουθως και αρχιζουμε με τους 2 στιχους το εθνικου μας Υμνου

Αρχη
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Υποκλινομεθα σε αυτους τους 2 στιχους οι οποιοι μας γεμιζουν με Εθνικη Υπερηφανεια διοτι αγαπουμε την Ελλαδα μας και την ιστορια της

Ακολουθουν ομως καποιοι στιχοι του Εθνικου μας ποιητη Διονυσιου Σολωμου οι οποιοι μας προβληματισαν αφου τους θεωρησαμε προφητειες και επιλεξαμε τους ακολουθους στιχους και τα συμπερασματα δικα σας


Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.
'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.

Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.

Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά,
μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή.
΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς·
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς·
Το θηρίο π' ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά·
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά·
Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ·
ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενει
Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι, οπού φεύγοντας δειλιούν·
τα λαβώματα στην πλάτη δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
Της σκηνής η ώρα, ο τόπος, οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος του πολέμου, και οι καπνοί,
και οι βροντές και το σκοτάδι οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον ΄Αδη που ακαρτέρειε τα σκυλιά·
Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοι αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, βρέφη ακόμη εις το βυζί.
Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι επετιούντο από τη γη,
όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι από τούρκικην οργή.
Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα αστάχια εις τους αγρούς·
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο με νεκρώσιμη σιωπή.
Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές,
και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά.
Ολιγόστευαν οι σκύλοι, και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη «φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».
Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο, πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο, πάντα σκούζοντας «Αλλά».

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά.
Της αυγής δροσάτο αέρι, δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι· φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε και ξανάλθετε σε μας·
τα παιδιά σας θελ' ιδείτε πόσο μοιάζουνε με σας
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο·
και πεσμένα εις τα χορτάρια απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια της φυγής και του χαμού.
Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία, που ότι θέλεις ημπορείς.
εις τον κάμπο, Ελευθερία, ματωμένη περπατείς
Κακορίζικοι, πού πάτε του Αχελώου μες στη ροή
και πιδέξια πολεμάτε από την καταδρομή
να αποφύγετε; Το κύμα έγινε όλο φουσκωτό·
εκεί ευρήκατε το μνήμα πριν να ευρείτε αφανισμό.
Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά,
σωριασμένα να τα σπρώξει η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξει ο αδελφός του Φεγγαριού.
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι και δεν μνέσκει ένα κορμί·
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη, που σε πέταξαν εκεί.
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη δίνοντάς τα εις το φιλί.
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη τρεις φορές μ' ανησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι στην Ελλάδα, και αρχινά:
«Παλληκάρια μου, οι πολέμοι για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει στους κινδύνους εμπροστά.
Απ' εσάς απομακραίνει κάθε δύναμη εχθρική,
αλλά ανίκητη μια μένει που τες δάφνες σας μαδεί.

Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει, "πάρ' το", λέγοντας, "και συ".
Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά·
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.
Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένη έθνη αληθινά:
"Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά".
Τέτοια αφήστενε φροντίδα· όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα όμοιαν έχει την τιμή.
Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλισθείτε σαν αδέλφια γκαρδιακά.
Πόσο λείπει, στοχασθείτε, πόσο ακόμη να παρθεί·
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ' ακολουθεί.
Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία καταστήστε ένα Σταυρό
και φωνάξετε με μία: «Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!»
Τούτο ανίσως μελετάτε ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κι εδώ!"».

"Διονύσιος Σολωμός"