7 Ιουλίου 2016

Η Βασιλεία του Θεού και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης, του Ζιμπάμπουε σεραφείμ κυκκώτη

Η Βασιλεία του Θεού και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης

Του  Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη

Η ευαγγελική περικοπή αυτής της Κυριακής (Ματθαίου 6, 33) μας προτρέπει να ζητούμε πρώτον τη Βασιλεία των Ουρανών και όλα τα άλλα που έχουμε ανάγκη, ο κοινός επουράνιος Πατέρας μας, ο Δημιουργός μας θα φροντίσει μέσα από τη θεία του Πρόνοια να τα έχουμε.
«Μη ουν μεριμνήσετε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα, πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί, οίδε γαρ ο Πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζεται τούτων απάντων. Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθαίου 6, 31 – 33).
Ο Ιησούς Χριστός συνδέει την Βασιλεία των Ουρανών με την επικράτηση της Δικαιοσύνης του Θεού, να κάνουμε το παν να μη αδικείται κανένας άνθρωπος,  να ζούμε  δηλαδή μέσα στην πραγματικότητα της Δικαιοσύνης του Θεού. Όταν απουσιάζει η Δικαιοσύνη από μια κοινωνία δημιουργούνται οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις, κι όλες οι μορφές κοινωνικής αδικίας και βίας. Η ελπίδα μας να γίνουμε μέτοχοι της Βασιλείας του Θεού στηρίζεται στη συμμετοχή μας στη ζωή του Χριστού, να ζούμε δηλαδή με πρότυπο τη ζωή του Χριστού και των αγίων μας.
Η Ιστορική πλέον Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης της οποίας προέδρευσε ο Παναγιώτατος Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος στο πολύ σημαντικό κείμενο της για την αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο για «τη συμβολή τς ρθοδόξου κκλησίας ες πικράτησιν τς ερήνης, τς δικαιοσύνης,τςλευθερίας, τς δελφοσύνης καί τς γάπης μεταξύ τν λαν, καί ρσιν τν φυλετικν καί λοιπν διακρίσεων», τονίζεται με σαφήνεια ότι, «Ἐμπνεομένη διαρκς πό τήν προσδοκίαν καί τήν πρόγευσιν ατήν τς Βασιλείας το Θεο κκλησία δέν διαφορεδιά τά προβλήματα το νθρώπου τς κάστοτε ποχς, λλά, ντιθέτως, συμμετέχει ες τήν γωνίαν καί τά παρξιακά προβλήματά του, αρουσα, πως  Κύριός της, τήνδύνην καί τάς πληγάς, τάς ποίας προκαλε τό κακόν ες τόν κόσμον καί πιχέουσα, ς καλός Σαμαρείτης, λαιον καί ονον ες τά τραύματα ατο (Λουκ. ι’, 34) διά το λόγου «τς πομονς κα παρακλήσεως» (Ρωμ. ιε’, 4, βρ. ιγ’, 22) καί διά τς μπράκτουγάπης.  λόγος της πρός τόν κόσμον ποβλέπει πρωτίστως χι ες τό νά κρίν καί καταδικάσ τόν κόσμον (πρβλ. ωάν. γ’, 17 καί ιβ’, 47), λλά ες τό νά προσφέρ ες ατόν ς δηγόν τό Εαγγέλιον τς Βασιλείας το Θεο, τήν λπίδα καί βεβαιότητα τι τό κακόν, πό οανδήποτε μορφήν, δέν χει τόν τελευταον λόγον ες τήν στορίαν καί δέν πρέπει νά φεθ νά κατευθύν τήν πορείαν της.

 μεταφορά το μηνύματος το Εαγγελίου συμφώνως πρός τήν τελευταίαν ντολήν το Χριστο «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τ θνη, βαπτίζοντες ατος ες τνομα το Πατρός κα το Υο κα το γίου Πνεύματος, διδάσκοντες ατος τηρεν πάντα σα νετειλάμην μν» (Ματθ. κη’, 19), ποτελε διαχρονικήν ποστολήν τςκκλησίας».
Εις το ίδιο σημαντικό κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τονίζεται με σαφήνεια το μέσο διά το οποίο μπορούμε να γίνουμε μέτοχοι της Βασιλείας των Ουρανών με την θεολογική ανάλυση της πραγματικότητας της Δικαιοσύνης του Θεού όταν ο κάθε άνθρωπος είναι ευαίσθητος να προστατεύεται με κάθε τρόπο η υπόθεση της δικαιοσύνης («Δικαιοσύνη μάθετε οι ενοικούντες επί της γής»). Η επικράτηση της Δικαιοσύνης του Θεού συνδέεται με το βαθμό που δεν επιτρέπουμε να υποφέρει ο συνάνθρωπος μας (από φτώχεια, βιασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του όπως τα ανυπεράσπιστα παιδιά σε εμφύλιους σπαραγμούς και πολεμικές συρράξεις κτλ).
Συγκεκριμένα στη παράγραφο για την «ποστολή τς ρθοδόξου κκλησίαςς μαρτυρία γάπης ν διακονίᾳ», τονίζεται ότι
« ρθόδοξος κκλησία, πιτελοσα τήν σωτήριον ατς ποστολήν ν τ κόσμ, μεριμν μπράκτως διά πάντας τούς νθρώπους χρζοντας βοηθείας, τούς πεινντας, τούς πόρους, τούς σθενες, τούς ναπήρους, τούς περήλικας, τούς διωκομένους, τούς αχμαλώτους, τούς φυλακισμένους, τούς στέγους, τά ρφανά, τά θύματα τν καταστροφν καί τν πολεμικν συγκρούσεων, τς μπορίας νθρώπων καί τν συγχρόνων μορφν δουλείας. Α καταβαλλόμεναι πό τς ρθοδόξου κκλησίας προσπάθειαι διά τήν καταπολέμησιν τς νδείας καί τς κοινωνικς δικίας ποτελονκφρασιν τς πίστεως ατς καί διακονίαν Ατο το Κυρίου,  ποος ταύτισεν αυτόν πρός πάντα νθρωπον, δίως πρός τούς ν νάγκαις ερισκομένους: «φ’ σονποισατε ν τοτων τν δελφν μου τν λαχστων, μο ποισατε» (Ματθ. κε’, 40).ν τ πολυπτύχ ταύτ κοινωνικ διακονί κκλησία δύναται νά συνεργάζηται μετά τν διαφόρων σχετικν κοινωνικν φορέων.
Ο νταγωνισμοί καί α χθρότητες ν τ κόσμ εσάγουν δικίαν καί νισότητα ες τήν συμμετοχήν τν νθρώπων καί τν λαν ες τά γαθά τς θείας δημιουργίαά καίδηγον ες ξαθλίωσιν τς νθρωπίνης πάρξεως. Στερον πό κατομμύρια νθρώπων τά βασικά γαθς, προκαλον μαζικάς μεταναστεύσεις πληθυσμν, διεγείρουν θνικάς, θρησκευτικάς καί κοινωνικάς συγκρούσεις, α ποαι πειλον τήν σωτερικήν συνοχήν τν κοινωνιν».
 κκλησία δέν δύναται νά μείν διάφορος ναντι τν οκονομικν καταστάσεων, αποαι πηρεάζουν ρνητικς λόκληρον τήν νθρωπότητα. πιμένει ες τήν νάγκην, οχί μόνον  οκονομία νά ρείδηται πί θικν ρχν, λλά καί μπράκτως νά διακονται δι’ ατς  νθρωπος, συμφώνως καί πρός τήν διδασκαλίαν το ποστόλου Παύλου, «κοπιντας δε ντιλαμβνεσθαι τν σθενοντων, μνημονεειν τε τν λγων το Κυρου ᾿Ιησοτι ατς επε· μακριν στι μλλον διδναι λαμβνειν» (Πράξκ’, 35).  Μ. Βασίλειος γράφει τι «σκοπός ον κάστ προκεσθαιφείλει ν τ ργ  πηρεσία τν δεομένων, οχ  δία ατο χρεία» (ροι κατά πλάτος ΜΒ’. PG 31, 1025A).
Τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχν διευρύνεται δραματικς ξ ατίας τς οκονομικς κρίσεως,  ποία εναι συνήθως ποτέλεσμα κερδοσκοπίας χωρίς φραγμούςκ μέρους οκονομικν παραγόντων, συγκεντρώσεως το πλούτου ες χερας λίγων καί στρεβλς οκονομικς δραστηριότητος,  ποία, στερουμένη δικαιοσύνης καίνθρωπιστικς εαισθησίας, δέν ξυπηρετε, τελικς, τάς πραγματικάς νάγκας τςνθρωπότητος. Βιώσιμος οκονομία εναι κείνη,  ποία συνδυάζει τήνποτελεσματικότητα μετά δικαιοσύνης καί κοινωνικς λληλεγγύης.
πό τάς τραγικάς ταύτας καταστάσεις, κατανοεται  τεραστία εθύνη τς κκλησίας διά τήν καταπολέμησιν τς πείνης καί πάσης λλης μορφς νδείας ν τ κόσμ.ν τοιοτον φαινόμενον ες τήν ποχήν μας, κατά τήν ποίαν α χραι ζον πό καθεστώς παγκοσμιοποιημένης οκονομίας, ποδηλο τήν σοβαράν κρίσιν ταυτότητος τοσυγχρόνου κόσμου, διότι  πενα οχί μόνον πειλε τό θεον δρον τς ζως λοκλήρων λαν, λλά καί θίγει τό μεγαλεον καί τήν ερότητα το νθρωπίνου προσώπου, συγχρόνως δέ προσβάλλει καί τόν διον τόν Θεόν. Διά τοτο, ν  μέριμνα διά τήν δικήν μας τροφήν εναι θέμα λικόν,  μέριμνα διά τήν τροφήν το συνανθρώπου μας εναι θέμα πνευματικόν (ακ. β’, 14-18). ποτελεπομένως, ποστολήν λων τνρθοδόξων κκλησιν νά πιδεικνύουν λληλεγγύην καί νά ργανώνουνποτελεσματικς τήν βοήθειάν των πρός τούς νδεες δελφούς.
 γία το Χριστο κκλησία ν τ καθολικ σώματι ατς, περικλείουσα ες τούς κόλπους ατς πολλούς λαούς τς γς, ναδεικνύει τήν ρχήν τς πανανθρωπίνουλληλεγγύης καί ποστηρίζει τήν στενοτέραν συνεργασίαν λαν καί κρατν πρός ερηνικήν πίλυσιν τν διαφορν».