30 Ιανουαρίου 2010

Γραφει -o Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιωαννουπόλεως και Πρετορίας κ.Σεραφείμ Κυκκώτης

O Σεβασμιωτατος Μητροπολιτης Ιωαννουπολεως και Πρετοριας κ Σεραφειμ

Αρχαίος Ελληνικός Λόγος και Ορθόδοξη σύγχρονη Ιεραποστολή
(αρθρο του Σεβασμιωτατου Μητροπολιτη Ιωαννουπολεως και Πρετοριας κ Σεραφειμ)


Αναπόφευκτα η αναφορά μου στο παραπάνω θέμα θα αναφερθεί και στη σχέση του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Μία από τις αξιόλογες εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας είναι το γνωστό βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα[1]. Θα μπορούσε μάλιστα κάποιος να πει ότι στη μελέτη αυτή έχουμε μια συνοπτική αναφορά της τελευταίας επιστημονικής έρευνας για τη σχέση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, μακρυά από τις ακρότητες αρχαίων συγγραφέων όπως του Τερτυλλιανού που έβλεπε μόνον αντιθέσεις μεταξύ των δύο κόσμων ή του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως και μερικών Απολογητών που έβρισκαν μόνον κοινά σημεία του αρχαίου Ελληνικού κόσμου και της νέας θρησκείας του Ναζωραίου.




Λίγο – πολύ αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες με συγγραφείς και ερευνητές με δύο διαφορετικές προσεγγίσεις και φυσικά με τις δικές τους ιδιαιτερότητες.

Συγκεκριμένα ο Ακαδημαϊκός Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης τονίζει εύστοχα ότι «μετά τη δύση της λεγόμενης ‘θρησκειολογικής Σχολής’, που είχε τονίσει με ιδιαίτερη έμφαση τη σχέση του αρχικού χριστιανισμού με τις μυστηριακές θρησκείες της εποχής του και ιδιαίτερα με τον Ελληνισμό, η σύγχρονη έρευνα έχει πλέον πεισθεί ότι οι ιστορικές ρίζες του Χριστιανισμού δεν πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικά στον Ελληνισμό καθαυτό ή γενικά στο εξωβιβλικό θρησκειακό περιβάλλον της εποχής εκείνης, αλλά στον Ιουδαϊσμό των χρόνων εκείνων. Η αναγνώριση των πρώτων καταβολών του Χριστιανισμού έγινε κυρίως με την ανακάλυψη του εσχατολογικού χαρακτήρος, που φέρει ο αρχικός Χριστιανισμός και ιδιαίτερα η μορφή του Ιησού Χριστού, όπως μας παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια. Η πεποίθηση αυτή της σύγχρονης έρευνας, που ξεκινά με τα έργα κυρίως των J.Weiss και A. Schweitzer, έχει πλέον τόσο βαθιά εδραιωθή, ώστε κάθε προσπάθεια κατανοήσεως του προσώπου, των λόγων και του έργου του Ιησού Χριστού να συναρτάται αυτομάτως με την έρευνα του Ιουδαϊσμού των χρόνων εκείνων. Η πεποίθηση ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ‘Ιουδαίος’, ότι ‘η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστί’ και ότι ο Χριστιανισμός ξεπήδησε στην Ιστορία σαν μια μορφή εκπληρώσεως των προσδοκιών του Ιουδαϊσμού της εποχής εκείνης, έχει σχεδόν πλήρως εκτοπίσει κάθε παλαιότερη προσπάθεια συσχετισμού του αρχικού Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό. Θα ήταν συνεπώς αντίθετη προς την εδραιωμένη πια πεποίθηση της επιστήμης να επαναλάβει κανείς εδώ παλαιότερες θέσεις, όπως εκείνες των A. Harnack, E. Hatch κ. α, που επέτρεπαν μια ευρύτερη και αμεσώτερη αναγνώριση της σημασίας του Ελληνισμού στην εμφάνιση του αρχικού Χριστιανισμού»

Το συμπέρασμα του Μητροπολίτου Ιωάννου είναι ότι «το άμεσο υπέδαφος που εξέθρεψε τον αρχικό χριστιανισμό πρέπει να αναζητηθεί στον Ιουδαϊσμό και όχι στον Ελληνισμό της εποχής εκείνης»
Είναι όμως πλέον ιστορική πραγματικότητα η άμεση επίδραση που είχε ήδη δεχθεί ο Ιουδαϊσμός από τον Ελληνισμό με αποκορύφωμα την μετάφραση των Εβδομήκοντα των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Κατά συνέπεια η σχέση και η επίδραση του Ελληνισμού προς τον Χριστιανισμό πρέπει να αναζητηθεί και να κατανοηθεί μέσω της επιδράσεως που είχε ήδη δεχθεί από τον Ελληνισμό ο Ιουδαϊσμός. Έτσι στο βιβλίο του που ανέφερα προηγουμένως ο ο Σεβ. Μητροπολίτης κ. Ιωάννης Ζηζιούλας τονίζει ότι «για να κατανοήσουμε τη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στις ιστορικές καταβολές του τελευταίου, είναι ανάγκη να αρχίσουμε από τη σχέση Ελληνισμού και Ιουδαϊσμού στα χρόνια που προηγούνται της εμφανίσεως του Χριστιανισμού. Με τον τρόπο αυτό θα φθάσουμε στη σχέση Ελληνισμού και αρχικού Χριστιανισμού όχι απευθείας ……, αλλά διά μέσου του Ιουδαϊσμού, που αναγνωρίζεται πια ως το άμεσο ιστορικό περιβάλλον, που γέννησε τον Χριστιανισμό»[4].

Έτσι ο γνωστός Ιστορικός Καθηγητής της Οξφόρδης και συγγραφέας του βιβλίου “The Early Church” Henry Chadwich αρχίζει το βιβλίο του με την φράση «The first Christians were Jews”, οι πρώτοι χριστιανοί ήσαν Εβραίοι[5]. Άλλωστε την όλη ανάλυση του αγίου Περγάμου την βρίσκουμε στο αξιόλογο αυτό βιβλίο του Καθηγητού Chadwich.

Φυσικά η σύγχρονη έρευνα προσπαθεί να προσεγγίσει τη σχέση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό και μέσω του Ρωμαϊκού Πολιτισμού με την έννοια ότι όπως ο Χριστιανισμός επηρεάστηκε από τον Ελληνισμό μέσω του Ιουδαϊσμού κατά τον ίδιο τρόπο επηρεάστηκε ο Χριστιανισμός από τον Ελληνισμό μέσω του Ρωμαϊκού Πολιτισμού, που είχε ήδη δεχθεί την επίδραση του σε όλους τους τομείς της ζωής του πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού και κατά την εμφάνιση του. Στη μελέτη του “Greek Influence on Christian Thougth” ο γνωστός Καθηγητής Christopher Stead τονίζει ότι «η Ελληνική σκέψη ήταν η πιο σημαντική πνευματική επίδραση που δέχθηκε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»[

Αν και πολλές είναι οι αξιόλογες μελέτες, και στα ελληνικά και στα ξενόγλωσσα, που αναφέρονται στο θέμα αυτό, να μου επιτρέψετε να επισημάνω τους τρεις αξιόλογους μεγάλους τόμους του γνωστού Καθηγητού της Δογματικής Μέγα Φαράντου «Το Περί Θεού Ερώτημα» «Η Περί Θεού Ορθόδοξος Διδασκαλία»[, και «Επιστήμη και Θρησκεία»[], όπου γίνεται αναλυτική τεκμηριωμένη αναφορά για τον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο και τον Χριστιανισμό τόσο από Θεολογικής όσο κι από ανθρωπολογικής και ηθικής πλευράς.

Μάλιστα ο Καθηγητής Φαράντος στηριζόμενος στο Bernal και στον αείμνηστον Καρμίρη τονίζει ότι «η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων κατεπολεμήθη υπό χριστιανών θεολόγων και, εν πολλοίς, εκρίθη μονομερώς και αδίκως εν τη προσπαθεία των να εδραιώσουν το νέον και μοναδικόν της εν Ιησού Χριστώ θείας Αποκαλύψεως και αληθείας. Οι απολογηταί ούτοι, εν τη προθέσει των να διασώσουν ανόθευτον το περιεχόμενον της νέας πίστεως, είδον μόνον αρνητικώς τα περιεχόμενα της αρχαίας θρησκείας και απέρριψαν συλλήβδην ταύτην ως ψεύδος και πλάνην. Θέσεις της αγίας Γραφής, όπως η υπό του αποστόλου Παύλου αναγνώρισις των Αθηναίων «ως κατά πάντα δεισιδαιμονεστέρων»[], ή η μαρτυρία του ευαγγελιστού Ιωάννου «το φως, το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, εν τω κόσμω ήν»[], καθώς και άλλαι παρεμφερείς, ελησμονήθησαν ή ηρμηνεύθησαν και εκρίθησαν μονομερώς»[].



Κοντά στα όσα ενδιαφέροντα έχουν ακουσθεί για το θέμα Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος και Χριστιανισμός θα ήθελα στη συνέχεια να επισημάνω ότι το περιεχόμενο και το πρωταρχικό ενδιαφέρον του αρχαίου Ελληνικού λόγου ήταν μια σημαντική πανανθρώπινη προσπάθεια για την απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούν πάντοτε τον κάθε άνθρωπο, και που ξεκινούσαν από τον ίδιο τον άνθρωπο. Αντίθετα στο χώρο του Χριστιανισμού είχαμε μεν τα ίδια ερωτήματα τα οποία όμως είχαν ως αφετηρία απαντήσεως την Αποκάλυψη του Θεού με περιεχόμενο και ενδιαφέρον οικουμενικόν. Οι δομές όμως του αρχαίου Ελληνικού λόγου αποτέλεσαν το μέσον για να γνωστοποιηθεί η Αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο ως έκφραση της θείας πρόνοιας του Θεού να δεχθεί το Χριστιανικό Ευαγγέλιο. Στο χώρο του αρχαίου Ελληνικού λόγου είχαμε τόσες απόψεις και προσεγγίσεις για τα ίδια θέματα με τη δημιουργία φιλοσοφικών σχολών και ιδεολογιών που δεν οδηγούσαν σε κάποια δυναμική αντίδραση γιατί είχαν περισσότερο θεωρητική σημασία και λιγώτερο πρακτική σημασία και μάλιστα όπου εσυνέβαινε αυτό να έχει πάντοτε χαρακτήρα τοπικό με χρονικούς περιορισμούς.

Αντίθετα στο χώρο του Χριστιανισμού η Αποκάλυψη του Θεού δεν επιδέχεται καμμία αλλοίωση με την έννοια ότι απειλείται άμεσα η εν Χριστώ πορεία του ανθρώπου για την προσωπική του σωτηρία. Φυσικά υπήρχε πάντοτε μια προσπάθεια παραχαράξεως του περιεχομένου της με την εμφάνιση των αιρέσεων και των διαφόρων κακοδοξιών. Πάντοτε όμως η αντίδραση της Εκκλησίας ήταν δυναμική και άμεση τόσο με τις τοπικές της Συνόδους όσο και με τις Οικουμενικές, κι ακόμη με τα συγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας.
Μέσα στην ίδια συνάφεια μπορούμε να πούμε ότι ο αρχαίος Ελληνικός λόγος δεν αναζητούσε ο ίδιος από τους φορείς του την εξάπλωση του έξω από τον χώρο που γεννήθηκε, κι αν αυτό εσυνέβη με κάποιες εξαιρέσεις ήταν συπτωματικώς και τυχαίως και εκτάκτως, όχι πάντως οργανωμένα και συστηματικώς. Όταν δηλαδή συνέβαινε κάποιος Έλληνας φιλόσοφος ή Ποιητής να βρεθεί μακρυά από τον παραδοσιακό του χώρο, τις περισσότερες φορές εξόριστος, αυτό γινόταν αφορμή να μεταδώσει και κάπου αλλού τον φιλοσοφικό και ποιητικό του λόγο και μάλιστα στη μορφή και στην γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο ίδιος κι όχι στην γλώσσα του πληθυσμού που συναντούσε.

Θα έλεγα ότι σε πρακτικό επίπεδο η πιο γνωστή μεγάλη οργανωμένη προσπάθεια εξαπλώσεως του Ελληνικού λόγου από ιστορικής πλευράς είναι το ανεπανάληπτον εκπολιτιστικόν έργον του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αν και υπάρχουν κι αυτοί που ομιλούν για μια προσπάθεια επεκτατισμού του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, περισσότεροι είναι οι σοβαροί ερευνητές που τονίζουν τον πολιτιστικό χαρακτήρα της παρουσίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στις ξένες χώρες όπου πάντοτε υπήρχε ο σεβασμός της τοπικής παράδοσης και η πρόοδος της τοπικής κοινωνίας. Αυτή άλλωστε ήταν κι η παρακαταθήκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου που λίγο – πολύ αποτελεί αποκορύφωμα της προσφοράς του αρχαίου Ελληνικού κόσμου στην ανθρωπότητα, που εν πολλοίς δεν διαφέρει και από τα κίνητρα της σύγχρονης Ορθόδοξης Ιεραποστολής.

Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, στον γνωστό κείμενο του όρκου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τονίζονται με σαφήνεια τα ακόλουθα σημεία: «σας εύχομαι, τώρα που τελειώνουν οι πόλεμοι, να ευτυχήσετε με την ειρήνη. Όλοι οι θνητοί από δώ και πέρα να ζήσουν σαν ένας λαός, μονιασμένοι, για την κοινή προκοπή. Θεωρήστε την Οικουμένη πατρίδα σας, με κοινούς τους νόμους, όπου θα κυβερνούν οι άριστοι, ανεξαρτήτως φυλής, δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους, όπως κάνουν οι στενοκέφαλοι, σε Έλληνες και βαρβάρους, δεν με ενδιαφέρει η καταγωγή των πολιτών, ούτε η ράτσα που γεννήθηκαν. Τους ανθρώπους τους καταμερίζω με ένα μόνο κριτήριο, την αρετή. Για μένα κάθε καλός ξένος είναι Έλληνας και κάθε κακός Έλληνας είναι χειρότερος από βάρβαρο. Αν ποτέ σας παρουσιαστούν διαφορές, δε θα καταφύγετε ποτέ στα όπλα, παρά θα τις λύνετε ειρηνικά… Το Θεό δεν πρέπει να τον νομίζετε σαν αυταρχικό Κυβερνήτη, αλλά σαν κοινό Πατέρα όλων, ώστε η διαγωγή σας να μοιάζει με τη ζωή που κάνουν τα αδέλφια στην οικογένεια. Από μέρους μου θα θεωρώ όλους ίσους, λευκούς ή μελαμψούς….»
Έτσι στο πρόσωπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου βλέπουμε τον συνδετικό κρίκο και την γέφυρα που συνδέει το μεγαλείο του αρχαίου Ελληνικού κόσμου και μάλιστα του αρχαίου Ελληνικού λόγου στη θετική του μορφή που προετοίμασε τον Μέγα Αλέξανδρον ως έκφραση της πρόνοιας του Θεού για το κήρυγμα του Ναζωραίου και φυσικά με το περιεχόμενο της σύγχρονης Ορθόδοξης Ιεραποστολής που αγκαλιάζει τον κάθε άνθρωπο για να έχουμε όλοι μας την ελπίδα της μετοχής μας στην Βασιλεία των Ουρανών.
Φυσικά εδώ δεν αναφέρομαι στην σύζευξη του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού όπως αυτή επιτελέσθηκε από τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά στην ιδέα της οικουμενικότητας και της πανανθρώπινης προσέγγισης. Είναι σημαντικό ότι το έργο της Ιεραποστολής συνδέεται με τη ζωή της πρώτης Εκκλησίας. Στην πραγματικότητα είναι το άγιο έργο του Ευαγγελισμού των Εθνών που άρχισε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με τη θεία διδασκαλία του και τη Σταυρική του θυσία και γενικά με το όλο απολυτρωτικό του έργο. Αυτό το άγιο έργο της Ιεραποστολής συνέχισαν οι Απόστολοι και Μαθητές του Χριστού, υπακούοντας στην εντολή Του κατά την ημέρα της Αναλήψεως τους στους ουρανούς: «Πορευθέντες ουν, μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν, και ιδού, εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος, αμήν»[].
Έτσι αν δεχθούμε ότι στην τελική του πορεία ο αρχαίος ελληνικός λόγος διά του Μεγάλου Αλεξάνδρου προσπάθησε να γίνει οικουμενικός και πανανθρώπινος, το ίδιο θα λέγαμε ότι ισχύει για τον χριστιανισμό, και μάλιστα από την αρχή της πορείας του διά της Ιεραποστολής.

Αναφερόμενος στην παγκοσμιότητα του Ιεραποστολικού έργου της Εκκλησίας ο γνωστός Καθηγητής Χρήστος Κρικώνης εκφράζοντας τη κοινή συνείδηση της Εκκλησίας μας τονίζει ότι « η Ιεραποστολή ως εντολή του Χριστού προς τους μαθητάς του υπήρξε ανέκαθεν παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, πηγάζει από τη φύση της ως σώματος του Χριστού, εκδηλώνει την αγάπη του Θεού προς όλον τον κόσμον και κηρύττει Χριστόν αναστάντα εκ νεκρών. Με τον ευαγγελισμόν προσκαλεί τους ανθρώπους να προσέλθουν στον Χριστόν και να τον αποδεχθούν στη ζωή τους. Έτσι αφετηρία τους κηρύγματος της είναι ο εσταυρωμένος και αναστημένος Χριστός και αυτό αποτελεί τον πυρήνα της αποστολής της στον κόσμον»[].
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ορθόδοξη Ιεραποστολή διακρίνεται στην εσωτερική και στην εξωτερική. Η πρώτη αναφέρεται στην προσπάθεια της τοπικής Εκκλησίας να στηρίξει και να ενισχύσει τα υφιστάμενα μέλη της κι η Εξωτερική Ιεραποστολή να μεταφέρει το ευαγγελικό της μήνυμα προς όσους ακόμη εκ των ανθρώπων δεν το έχουν ακούσει.

Αυτό έγινε στη ζωή της αρχαίας Εκκλησίας, στην χιλιόχρονη Ιστορία του Βυζαντίου, τον 19ον αιώνα στην Ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας και κατά τον 20ον και 21ον πρώτον αιώνα από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής και στη συνέχεια κι από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με την στήριξη των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ελλάδος, της Κύπρου, της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής και της Φιλλανδίας.

Μάλιστα ο μακαριστός Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Πέτρος, εκφράζοντας την ιστορική συνείδηση της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, τόνισε ότι «το Παλαίφατο αποστολικό Πατριαρχείο Αλεξανδρείας δικαιώνει με ουσιαστικό τρόπο και το τίτλο ‘και πάσης Αφρικής’. Η συρρίκνωση του Ελληνόφωνου ποιμνίου δεν σημαίνει και παρακμή μιας Εκκλησίας, η οποία πάντοτε πορεύθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του ‘έλληνες εισί οι της ημετέρας μετέχοντες παιδείας’. Το Ιεραποστολικό έργο προς τους γηγενείς αφρικανούς πληθυσμούς προσδίδει νέα δυναμική ειδικότερα στον Αλεξανδρινό θρόνο, αλλά γενικώτερα στην Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό»[].

Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής σήμερα αποτελείται, εκτός από την Αρχιεπισκοπή Αλεξανδρείας, όπου είναι η έδρα του Πατριαρχείου μας, από 22 Μητροπόλεις και πέντε επισκοπές. Σε 13 Μητροπόλεις του Πατριαρχείου Καμπάλας, Κένυας, Ζιμπάπουε, Ιωαννουπούλεως και Πρετορίας, Καλής Ελπίδος, Ζιμπάπουε, Ειρηνουπόλεως, Καλής Ελπίδος, Μουάντζας, Νιγηρίας, Κεντρώας Αφρικής, Γκάνας και Ζάμβιας και σε τέσσερις Επισκοπές Μαδαγασκάρης, Κανάγκας, Μπουρούντι και Μοζαμβίκης ασκείται σήμερα Ιεραποστολή όπου μεταξύ αυτών υπηρετούν δύο ιθαγενείς επίσκοποι και 600 ιθαγενείς ιερείς και διάκονοι. Σε περισσότερες από 24 χώρες της Αφρικής υπάρχει σήμερα η παρουσία Ορθόδοξης Ιεραποστολικής δράσης και σε άλλες τόσες υπάρχει θετική προοπτική για το μέλλον.

Για να πετύχει και να ενισχυθεί όμως το έργο της Εξωτερικής Ιεραποστολής χρειάζεται η στήριξη της Ορθοδόξου Ιεραποστολής εις τα μετόπισθεν τόσο με την καλλιέργεια του Ιεραποστολικού φρονήματος όσο και με τη δημιουργία στελεχών και την μέριμνα της τοπικής Εκκλησίας για τους νέους Ιεραπόστολους με την πνευματική, ηθική και υλική στήριξη τους. Ταυτόχρονα για να προχωρήσει η Ιεραποστολή χρειάζεται εκτός από την συντήρηση των Ιεραποστόλων, οικονομική στήριξη για την οικοδομική της ανάπτυξη με το κτίσιμο Ναών, οικίας του νέου ιθαγενούς κληρικού, σχολείων, κλινικών, νηπιαγωγείων , αίθουσας εκδηλώσεων, Κτιρίου διά την λειτουργία Εκκλησιαστικού Σεμιναρίου, ως επίσης και οικονομική στήριξη του εκδοτικού και του μεταφραστικού τομέα για την έκδοση και την μετάφραση κατηχητικών και λειτουργικών βιβλίων στις τοπικές διαλέκτους. Πάνω απ’ όλα όμως χρειάζονται φωτισμένοι Ιεραπόστολοι αφιερωμένοι που να διακρίνονται για την αγιότητα του βίου τους και να έχουν την πρέπουσα προετοιμασία προς τον σκοπόν αυτόν, άριστη θεολογική κατάρτιση, ευσεβή βίον, γνώση της ιστορίας και της γλώσσας του λαού που θα δραστηριοποιηθεί, υπακοή στην εκκλησιαστική του αρχή, ικανότητα για προσαρμογή σε νέα περιβάλλοντα πολιτιστικά και κλιματολογικά, ενθουσιασμός, θάρρος, αυταπάρνηση και βαθιά πίστη στο Θεό.

Για να μπορέσει να αποδώσει καλύτερα το έργο της σύγχρονης Ορθόδοξης Εξωτερικής Ιεραποστολής χρειάζεται ένας καλύτερος συντονισμός και μια στενώτερη συνεργασία μεταξύ όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και όσων φορέων έχουν ευαισθησία και δράση προς την κατεύθυνση αυτήν. Λόγω των διαφορών που έχουν προκύψει μεταξύ τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών έχουν σταματήσει οι Διορθόδοξες Συναντήσεις που θα μπορούσαν να προσεγγίζουν σύγχρονα προβλήματα με κοινές δράσεις και τοποθετήσεις, όπως είναι και το θέμα της Ιεραποστολής. Μια πρώτη καλή κίνηση για να φθάσουμε στην μόνιμη λειτουργία Διορθόδοξων Επιτροπών που να επιλαμβάνονται κοινών προβλημάτων είναι η υλοποίηση της προτάσεως του Προκαθημένου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας κ.κ. Θεοδώρου για την καθιέρωση της ετήσιας συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών για τη συζήτηση σοβαρών θεμάτων που αφορούν την σύγχρονη κοινωνία και που στην συνέχεια θα επεξεργάζονται οι μόνιμες Διορθόδοξες Επιτροπές.

Ήδη ελπιδοφόρες φωνές ακούονται από σύγχρονες Ορθόδοξες φωτισμένες μορφές για μια καλύτερη πορεία της Ορθδοδοξίας στον σημερινό ταραγμένο κόσμο μας. Συγκεκριμένα, ο μακαριστός Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος στην ομιλία του κατά τις εργασίες διεθνούς Συμποσίου που οργάνωσε η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με αντικείμενο «Ορθόδοξη Θεολογία και το μέλλον του Οικουμενικού Διαλόγου – Προβλήματα και Προοπτικές», εκφράζοντας την αγωνία αυτή για την συντονισμένη και κοινή μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο, τόνισε με σαφήνεια και με θλίψη ότι «δυσκολίες στο διάλογο δεν έχουμε μόνο οι Ορθόδοξοι με τους ετεροδόξους αδελφούς μας, αλλά και μεταξύ μας. Σπανίως συναντώμεθα και σπανιότερα συζητούμε και μάλιστα τα σοβαρά προβλήματα της εποχής μας. Διαπιστώνουμε κινήσεις τακτικής και δημοσίων σχέσεων, αντιμετωπίζουμε προγράμματα γεωστρατηγικής και κοσμικής αντίληψης και συμφωνίες με διάφορα συμφέροντα, παρατηρούμε συνεργασίες με εξωεκκλησιαστικούς παράγοντες, αλλά δεν βιώνουμε πρωτοβουλίες για την ενότητα και την Ιεραποστολική παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας»

Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ο Αλεξανδρινός Προκαθήμενος κ. Θεόδωρος Β’ συνέβαλε τα μέγιστα διά την τελευταία σημαντική συνάντηση των Ορθοδόξων Μακαριωτάτων Προκαθημένων στην Κωνσταντινούπολη κατά τον Οκτώβριο του 2008.

Ειδικά για το θέμα της Ορθόδοξης Εξωτερικής Ιεραποστολής χρειάζεται να συγκληθούν τοπικά Ιεραποστολικά Συνέδρια, στην συνέχεια περιφερειακά και στην συνέχεια Πανορθόδοξον για να γίνει μια καταγραφή της υφιστάμενης πραγματικότητας, να υπογραμμισθούν τα υφιστάμενα προβλήματα και δυσκολίες και στην συνέχεια η κοινή δράση με την συνεργασία όλων των φορέων για την καλύτερη αντιμετώπισή τους. Η υπεύθυνη μόνιμη έκδοση ενός Ορθόδοξου Ιεραποστολικού εντύπου για την καταγραφή των Ιεραποστολικών δραστηριοτήτων.

Προσωπικά επιτρέψατέ μου να καταθέσω την προσωπική μου μαρτυρία μέσα από την διακονία μου στον χώρο της Ιεραποστολής στην Αφρικανική Ήπειρον. Όταν διακονούσα ως Μητροπολίτης Κένυας και Ειρηνουπόλεως και Πατριαρχικός Επίτροπος της νεοσύστατης Μητροπόλεως Ντάραμ Σαλάμ (νυν Ειρηνουπόλεως) και της Επισκοπής Μπουκόβας (νυν Μητροπόλεως Μουάντζας), ως επίσης κι ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ζιμπάπουε, μπόρεσα με τους συνεργάτες μου και τη βοήθεια του μακαριστού Πατριάρχου μας Πέτρου και την στήριξη των Εκκλησιών Ελλάδος και Κύπρου και Αμερικής και Ιεραποστολικών Συνδέσμων κι ευσεβών χριστιανών να οργανώσουμε την Ορθόδοξη Ιεραποστολή με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο χειροτονώντας 105 νέους ιθαγενείς νέους κληρικούς, αναβαθμίζοντας την ομαλή λειτουργία της Εκκλησιαστικής μας Πατριαρχικής Σχολής «Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’» στη Ναϊρόμπι με την οργάνωση μιας αξιόλογης θεολογικής Βιβλιοθήκης με τη βοήθεια του Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης», κτίζοντας ναούς, κλινικές και σχολεία κι ορφανοτροφείο και εκδίδοντας και μεταφράζοντας σε τοπικές διαλέκτους κατηχητικά και λειτουργικά βιβλία και το όλο έργο συνεχίζεται στην περιοχή με τη βοήθεια του Θεού με επιτυχία.

Στα τελευταία χρόνια που βρίσκομαι σε μια νέα χώρα για μένα, στην Νότιο Αφρική, όπου λόγω του απαρχάϊτ και των φυλετικών διακρίσεων, στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννουπόλεως και Πρετορίας δεν αναπτύχθηκε αξιόλογο Ορθόδοξο Ιεραποστολικό έργο, όπου 11.000.000 άνθρωποι δεν πιστεύουν σε καμιά θρησκεία απουσίαζε κάθε μορφή υποδομής για να γίνει ό,τι έγινε στο χώρο της Ανατολικής Αφρικής. Μας λείπουν τα στελέχη, αλλά και τα μέσα για να θέσουμε τις βάσεις για το οικοδομικό και το εκδοτικό μας έργον. Φυσικά το έργο της Ιεραποστολής άρχισε. Οι χώρες προς θερισμόν έτοιμες, κι οι εργάτες ολίγοι. Οι χιλιάδες στρατευμένοι μοναχοί και θεολόγοι απουσιάζουν. Σε πρώτο στάδιο μεταφέραμε ιθαγενείς Ορθόδοξους νέους από άλλες χώρες να μας βοηθήσουν. Έγιναν οι πρώτες ομαδικές βαπτίσεις …. Έγινε η πρώτη χειροτονία ιθαγενούς κληρικού…. Φυσικά ακόμη κρατάνε ένα μικρό βαλιτσάκι και γυρίζουν από μέρος σε μέρος κάτω από τα δέντρα να τελέσουν τη θεία λειτουργία ή στην καλύτερη των περιπτώσεων νοικιάζουμε όταν μπορούμε μια αίθουσα διδασκαλίας σε ένα σχολείο για να κάνουμε την λειτουργία μας για τους ιθαγενείς. Η ανάγκη για να οργανώσουμε το δικό μας Ιεραποστολικό Κέντρο με ναό, σεμινάριο, κλινική, νηπιαγωγείο, οικία του ιερέα, αίθουσα Εκδηλώσεων παραμένει όνειρο. Πάνω απ΄ όλα όμως χρειαζόμαστε στελέχη για την προετοιμασία των Κατηχουμένων μας που καθημερινά αυξάνουν υπερβολικά.

Ένας τρόπος να βοηθήσουμε όλοι μας προς την κατεύθυνση αυτή είναι να εισηγηθούμε την λειτουργία Έδρας Ιεραποστολικής στη Θεολογική Σχολή Αθηνών για την θεολογική εμβάθυνση της σημασίας της Ιεραποστολής και για τη δημιουργία νέων στελεχών. Όπως τονίζει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος «ως έδρα η Ιεραποστολική έχει, νομίζω, μέσα σε μια Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή, ένα γενικότερο, διπλής κατευθύνσεως ρόλον, πρώτον, να προσφέρει και να αξιοποιεί τους καρπούς της θεολογικής αναζητήσεως και σκέψεως στο πρακτικό πεδίο της Ιεραποστολής, και δεύτερον, να μεταφέρει στην προβληματική άλλων θεολογικών κλάδων νέα ζωτικά ερωτήματα και διαστάσεις, που συνειδητοποιούνται κατά τη συνάντηση της Ορθοδοξίας με ανθρώπους άλλων θρησκευτικών ή μη θρησκευτικών πεποιθήσεων. Η έδρα της Ιεραποστολικής προσφέρει τη συμβολή της στη διαχριστιανική αναζήτηση για τον πρέποντα χαρακτήρα και τη μορφή της Ιεραποστολής, και ακόμη συμβάλλει στην αντίκρουση της κατηγορίας ότι η Εκκλησία μας βρίσκεται σε παρακμή, εφόσον έχει λησμονήσει τη θεμελιώδη εντολή της μεταφοράς του Ευαγγελίου εις πάντα τα Έθνη»

Συμπεράσματα
1. Η επίδραση του Χριστιανισμού από τον Ελληνισμό κατανοείται μέσα από την επίδραση που είχε ήδη δεχθεί ο Ιουδαϊσμός και ο Ρωμαϊκός Πολιτισμός από τον Ελληνισμό με την έννοια ότι η παρουσία του Ελληνισμού μέσα στον Χριστιανισμό είναι εμφανής μέσω του Ιουδαϊσμού και των στοιχείων του Ρωμαϊκού πολιτισμού που επηρέασαν άμεσα τον Χριστιανισμό.
2. Η σωστή αξιοποίηση του Ελληνισμού από τον Χριστιανισμό έγινε από τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας με την έννοια ότι για την καλύτερη κατανόηση και εξάπλωση του περιεχομένου της Αποκαλύψεως του Θεού στο κόσμο χρησιμοποιήθηκε ο ελληνικός λόγος.
3. Ο αρχαίος ελληνικός λόγος είχε χαρακτήτα ατομικό που πρακτικά επηρέασε το εκπολιτιστικό έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το οποίο είχε χαρακτήτα οικουμενικό και πανανθρώπινο.
4. Ο Χριστιανικός λόγος ως η Αποκάλυψη του Θεού είχε από την αρχή Οικουμενικό χαρακτήρα και πανανθρώπινο και ταυτόχρονα σωτηριώδη.
5. Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή αποτελεί εγγενές στοιχείο της ζωής της πρώτης Εκκλησίας που συνεχίζεται από τον πρώτο αιώνα μέχρι σήμερα.
6. Ο λόγος της Ορθόδοξης Ιεραποστολής επιδιώκει την εξάπλωση του στηριζόμενος στις τοπικές εθνικές και παραδοσιακές δομές ως μέσον της μεταδόσεως του σεβόμενος την τοπική γλώσσα του λαού που απευθύνεται.
7. Η σύγχρονη Ορθόδοξη Ιεραποστολή είναι δραστηριοποιημένη παγκόσμια.
8. Η αναγκαιότητα ενός μόνιμου εντύπου για την καταγραφή της Ορθόδοξης Ιεραποστολικής δράσης.
9. Για την στήριξη και την ενίσχυση της Ορθοδόξου Ιεραποστολής χρειάζεται η συνεργασία κι ο συντονισμός του όλου έργου σε τοπικό, περιφερειακό και Πανορθόδοξον Επίπεδον.
10. Επιτακτική η ανάγκη της λειτουργίας Πανεπιστημιακής έδρας με αντικείμενον την Ιεραποστολική στις Θεολογικές Σχολές ή σε Πανεπιστημιακά Τμήματα με Ιστορικό και Θρησκευτικό και Θρησκειακό επιστημονικό αντικείμενο.
================================

[1] « Ελληνισμός και Χριστιανισμός – Η συνάντηση των δύο κόσμων», Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 2003.
[2] Στο ίδιο βιβλίο, σελ. 13 – 14.
[3] Στο ίδιο βιβλίο, σελ. 14.
[4] Στο ίδιο βιβλίο, σελ. 16.
[5] Penguin books, Oxford, 1983, p. 9.
[6] Βλ. στο συλλογικό τόμο «Εarly Christianity”, London, 1991, p. 175.
[7] Αθήνα, 1977, 614 σελίδες.
[8] Αθήνα, 1985, 593 σελίδες.
9] Αθήνα, 1998.
[10] Προς Κορ. Επιστολή, 2, 14 – 15.
[11] Ιωάννου, 1, 9 – 10.
[12] Φαράντου Μέγα, Επιστήμη και Θρησκεία, Αθήνα, 1998, σελ. 25.
[13] Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννουπόλεως και Πρετορίας «Αλεξανδρινός Φάρος Νοτίου Αφρικής», τεύχος 22, 2003, σελ. 12.
[14] Ματθαίου 28, 19 – 20.
[15] Περιοδικό «Αλεξανδρινός Φάρος Νοτίου Αφρικής», τεύχος 18, σελ. 3, Τζοχάννεσπουργκ, 2002.
[16] Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου (μακαριστού Μητροπολίτου Καρθαγένης), Τόμος Αλεξάνδεια – Αθήνα, σελ. 22, Αθήνα, 2001.
[17] Βλέπε εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 13 Ιουνίου 2003, σελ. 5, Αθήνα.
[18] Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννουπόλεως και Πρετορίας «Αλεξανδρινός Φάρος», τεύχος 18, σελ. 3, Γιοχάννεσπουργκ, 2002.